- καβουρμάς
- ο1. καβουρντισμένο κρέας που διατηρείται μέσα στο λίπος του για μελλοντική χρήση2. τηγανισμένο κρέας με βούτυρο και κρεμύδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kavurma].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καβουρμάς — ο (λ. τουρκ.) 1. κρέας καβουρντιστό με βούτυρο και κρεμμύδι. 2. κρέας ξεροψημένο που συντηρείται μέσα στο λίπος του για μελλοντική χρήση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)